συναπάντεμα

συναπάντεμα
συναπάντημα τό , συναπάντησις (-εως) η (случайная, неожиданная) встреча;

ερχομαι στο συναπάντεμα — идти навстречу;

είμαι ευτυχής δι' αυτό το συναπάντημα — я рад этой (неожиданной) встрече;

καλό (κακό) συναπάντημα — добрая (зловещая) встреча


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συναπάντεμα" в других словарях:

  • συναπάντημα — το, ΝΜ, και συναπάντεμα Ν [συναπαντῶ] νεοελλ. 1. τυχαία συνάντηση 2. προϋπάντηση 3. καθετί που συναντά κανείς τυχαία 4. φρ. «καλό [ή κακό] συναπάντημα» πρόσωπο ή πράγμα με το οποίο η τυχαία συνάντηση θεωρείται καλός [ή κακός] οιωνός μσν. 1.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»