- συναπάντεμα
- συναπάντημα τό , συναπάντησις (-εως) η (случайная, неожиданная) встреча;
ερχομαι στο συναπάντεμα — идти навстречу;
είμαι ευτυχής δι' αυτό το συναπάντημα — я рад этой (неожиданной) встрече;
καλό (κακό) συναπάντημα — добрая (зловещая) встреча
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.